ανυπόστατος

ανυπόστατος
-η, -ο (Α ἀνυπόστατος, -ον)
αυτός που δεν έχει υπόσταση, ο αβάσιμος, ο αστήριχτος
αρχ.-μσν.
1. εκείνος που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κανέναν, ο ακαταγώνιστος
(«ἀνυπόστατος δύναμις», Πλάτων
«ἀνυπόστατος ἀνάγκη», Ξενοφών
«τὸ ὕδωρ τὸ ἀνυπόστατον», ΠΔ)
2. Ιατρ. αυτός που δεν έχει υποστάθμη, δεν αφήνει κατακάθι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνυπόστατος — not to be withstood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανυπόστατος — η, ο επίρρ. α ανύπαρκτος, αβάσιμος: Οι φήμες για επικείμενο πραξικόπημα αποδείχτηκαν ανυπόστατες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνυποστάτως — ἀνυπόστατος not to be withstood adverbial ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπόστατον — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem acc sg ἀνυπόστατος not to be withstood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυποστάτοις — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυποστάτου — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυποστάτους — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυποστάτων — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυποστάτῳ — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπόστατα — ἀνυπόστατος not to be withstood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”