- ανυπόστατος
- -η, -ο (Α ἀνυπόστατος, -ον)αυτός που δεν έχει υπόσταση, ο αβάσιμος, ο αστήριχτοςαρχ.-μσν.1. εκείνος που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κανέναν, ο ακαταγώνιστος(«ἀνυπόστατος δύναμις», Πλάτων«ἀνυπόστατος ἀνάγκη», Ξενοφών«τὸ ὕδωρ τὸ ἀνυπόστατον», ΠΔ)2. Ιατρ. αυτός που δεν έχει υποστάθμη, δεν αφήνει κατακάθι.
Dictionary of Greek. 2013.